Παρασκευή 8 Αυγούστου 2014

ΤΟ ΕΙΣΙΤΗΡΙΟ

Σήμερα με κάποια ευκαιρία θυμήθηκα το εξαιρετικό κείμενο του Ορέστη Αυλίδη που εξιστορεί την περιπέτεια που είχε "ι Νταής ι Παναϊώτς" Καβακλιώτης του Αιγινίου, όταν θελησε να ταξιδέψει με το τρένο μέχρι τη Βέροια. Η διασκεδαστική αυτή ιστορία (μαζί με πολλές ακόμα), περιέχεται στο βιβλίο του αείμνηστου Ορέστη Αυλίδη "Περπατώντας και σκοντάφτοντας" που απο 'οσο γνωρίζω διατίθεται στο φαρμακείο του Δημήτρη Αυλίδη στο Αιγίνιο


































ΤΟ ΕΙΣΙΤΗΡΙΟ
(Το κομμάτι αυτό είναι η αληθινή ιστορία ενός ανήσυχου Καβακλιώτη που είναι, συνάμα, κι αντιπροσωπευτικός τύπος της ράτσας του.)
Θα 'ταν η ώρα πέντε πρωινή, όταν χτύπησε η εξώπορτα της αυλής.
«Ποιος είναι», ρώτησα πλησιάζοντας πριν ανοίξω.
«Ιγώ είμι. Ήρθα, κίντσα κι παένου». Απ' τη φωνή του αναγνώρισα το Νταή τον Παναϊώτ' που, πριν τρεις μέρες, πέρασε και μας είπε ότι θα πήγαινε «στα Βέροια» να δει το γιο του Χρήστο, στρατιώτη, κι αν είχαμε κάτι να του δώσουμε και για το δικό μας Χρήστο, που υπηρετούσε κι αυτός εκεί.
«Καουά, Νταή Παναϊώτ', μι τι δα πας 'στα Βέροια', μι τα πουδάρια; Μαπ, του τρένου πιρνά σ' ουχτώ η ώρα!».
«Κι σαν πιρνά σ' ουχτώ η ώρα θέλ' να πάου να του καϊτιρού; Ό,τ' νουμάζ' να φκιά'εις, πιδί μ κα'ό, να του κινάς απού νουρίς, δεν ξέρ'ς τι δα σι τύχ'. Ιγώ χαλεύου του τρένου να του καϊτιρού κι όχ' να μι καϊτιρεί».
Έφερα και του 'δωσα έναν ανοιχτό φάκελο.
«Έχ' κι παράδις μέσα ι πλίκους;»
«Έχ' κι 100 δραχμές».
Τον έβαλε με προσοχή στη μέσα τσέπη του σακακιού του μαζί με τα δικά του χρήματα και την καρφίτσωσε με μια παραμάνα. Άκουσε να λένε ότι στις πόλεις υπάρχουν κάτι μάγκες που σου βγάζουν το παντελόνι, χωρίς να το καταλάβεις, και σ' αφήνουν με το σώβρακο.
«Άιντι, τώρα, παένου».
«Ώρα καλή, τα δέοντα».
Κι μι του χιμπέ με πράγματα ριγμένο στον ώμο ξεκίνησε για το Σιδηροδρομικό Σταθμό. Μα φτάνοντας εκεί, τον περίμενε μια δυσάρεστη έκπληξη. Ο Σιδηροδρομικός Σταθμός ήταν κλειδωμένος και σκοτεινός!
«Μπα!», είπε κι έμεινε με την απορία στο στόμα, «σ' ουχτώ η ώρα πιρνά του τρένου κι ι Σταθμός είνι 'κόμα σφαλτσμένους!».
Δεν ήξερε τι να σκεφτεί. Έμεινε για λίγο αμήχανος κι αμέσως ύστερα του πέρασε μια σκέψη απ' το μυαλό. «Έχ' του χάζ' να τουν σήκουσαν απ' έδουν κι να τουν πήγαν αού!». Την ώρα εκείνη πέρασε η ταχεία αμαξοστοιχία Αθηνών χωρίς να σταματήσει και η υποθετική σκέψη που έκανε για το Σταθμό του 'γινε βεβαιότητα.
 «Σ' ουχτώ η ώρα πιρνά του τρένου κι ι Σταθμός είνι σφαλτσμένους. Πιρνούν τα τρένα κι δε σταματούν, σίγουρα τουν σήκουσαν κι τουν πήγαν αού». Και πώς θα μάθει πού τον σήκωσαν και τον πήγαν; Τέτοια ώρα νύχτα ερημιά, τζιαν, τζιούν, κανείς δεν περνά από δω να τον ρωτήσει.
Πριν τρία χρόνια ταξίδεψε από δω για πρώτη και τελευταία φορά με το τρένο - τον καλούσαν μάρτυρα για ένα δικαστήριο. Κι από τότε, δεν ξαναπέρασε από δω, φυσικά ούτε και ξαναταξίδεψε. Το μόνο που του μένει να κάνει είναι να γυρίσει πίσω στο χωριό, να μάθει πού είναι τώρα ο Σταθμός, να πάει εκεί, να βγάλει το εισιτήριο και να περιμένει, ύστερα, το τρένο. Γιατί το στοιχείο που σημάδευε τη ζωή του Νταή του Παναϊώτ' ήταν να ετοιμάζεται νωρίς για το καθετί και να ευχαριστιέται, ύστερα, να περιμένει.
Μα μόλις ετοιμαζόταν να γυρίσει στο χωριό, αντιλήφθηκε ένα μικρό, ανεπαίσθητο, μια ιδέα φωτισμό να βγαίνει απ' τις κάτω γρίλιες των παντζουριών του επάνω πατώματος του κτιρίου του Σταθμού.
«Άθραπους είναι μέσα!» κι έτρεξε και χτύπησε την πόρτα.
Απ' το μισανοιγμένο παντζούρι πρόβαλε ένα γυναικείο κεφάλι.
«Ποιος είναι;», ρώτησε.
«Ιγώ είμι, παένου 'στα Βέροια' να ιδού του Χρήστου μας. Πού είνι, τώρα, ι Σταθμός που σταματούν τα τρένα;»
«Μπάρμπα, εδώ είναι ο Σταθμός που σταματούν τα τρένα».
«Μη μι ψιουματάς! Σ' ουχτώ η ώρα πιρνά του τρένου, ι Σταθμός είνι 'κόμα σφαλτζμένους, πιρνούν τα τρένα κι δε σταματούν κι συ μι λες ότι ιδώ είνι ι Σταθμός; Ποιος τουν σήκουσιν απέδουν κι τουν πήγιν πού; Τι τουν πείραζιν; Χαμνά ήταν ιδώ;»
«Μπάρμπα, το τρένο που πέρασε και δεν σταμάτησε, δεν σταματάει καμιά φορά εδώ. Είναι νωρίς ακόμα. Όταν θα 'ρθει η ώρα, ο Σταθμάρχης θα κατεβεί και θ' ανοίξει το γραφείο. Τώρα κοιμάται».
Αποσύρθηκε κι έκλεισε το παντζούρι.
Ηρέμησε ο άνθρωπος. Η πληροφορία που δέχτηκε ήταν υπεύθυνη κι αξιόπιστη. Από δω θα περνούσε το τρένο να τον πάει «στα Βέροια». Πήγε η καρδιά του στον τόπο της.
Κάθισε στο χτισμένο ξύλινο παγκάκι μπροστά στο κτίριο του Σταθμού. Κι ήταν μια γλυκιά καλοκαιριάτικη βραδιά! Ο Αυγερινός τρεμόπαιζε χλομιασμένος στον ουρανό. Οι γρύλοι συνέχιζαν τρίβοντας με τα ποδαράκια στις κοιλιές τους την ασταμάτητη, ολονύχτια συναυλία τους. Κι οι γαλιάνδρες, που ξύπνησαν πολύ πρωί κι αυτές μαζί με το Νταή τουν Παναϊώτ', σε τρέλαιναν με τα χαρούμενα πρωινά τους κελαηδίσματα στα πλατάνια και στις λεύκες του Σταθμού. Χαιρόταν ι Νταής ι Παναϊώτ'ς κι απολάμβανε την ομορφιά του πρωινού ξυπνήματος. Τη χαιρόταν και την απολάμβανε κι εκτιμούσε, περισσότερο απ' τον καθένα, την αξία της γιατί γεννήθηκε, νανουρίστηκε και μεγάλωσε κι ο ίδιος στη Φύση. Ήταν κι αυτός στοιχείο της. Τη χαιρόταν και την απολάμβανε με μια έντονη αισθησιακή διάθεση και οίκτιρε τους ανθρώπους που χαραμίζουν τη ζωή τους, χαραμοφάηδες κι αυτοί, σπάζοντας πιάτα στα ξενυχτάδικα και κάνοντας την επόμενη μέρα τους ν' αρχίζει απ' το μεσημέρι.
Ένιωθε πρόσθετη ευδιαθεσία, γιατί επαληθευόταν και τη φορά αυτή η ορθότητα της φιλοσοφίας του πως, ό,τι ξεκινάς να κάνεις στη ζωή σου, να το καταπιάνεσαι από νωρίς. Γιατί -ευτυχώς αυτό δεν έγινε- αν, πραγματικά, τον σήκωναν και τον πήγαιναν αλλού το Σταθμό, ώσπου αυτός να γυρίσει στο χωριό να μάθει πού τον πήγαν και να πάει, ύστερα, να βγάλει το εισιτήριο του, αν δεν είχε διαθέσιμο χρόνο, το τρένο θα περνούσε και δεν θα τον έπαιρνε μαζί του "στα Βέροια".
Κοιτούσε το μεγάλο εντοιχισμένο ρολόι του Σταθμού. Σε κάθε τικτακ που έκανε σαν παράγγελμα γυμναστικό, ο δευτερολεπτοδείκτης του έκανε ένα μικτό κοφτό βηματάκι προς τα εμπρός, δεύτερο τικτακ δεύτερο μικρό βηματάκι, τρίτο τικ-τακ, τρίτο κοφτό βηματάκι και, στη συνέχεια, τικ-τακ, τικ-τακ, τικ-τακ, περνώντας με τον ίδιο τρόπο επάνω στο καντράν του ρολογιού, παράσερνε με την κίνησή του σε κίνηση 60 φορές μικρότερη απ' τη δική του και τον αργοκίνητο πρωτολεπτοδείκτη, που κι αυτός με τη σειρά του παράσερνε με την κίνησή του, με τον ίδιο τρόπο, σε κίνηση 60 φορές μικρότερη απ' τη δική του τον ακόμη αργοκίνητο ωροδείκτη. Ήταν ένα γουστόζικο παιχνίδι, που μ' αυτό οι άνθρωποι μετρούσαν τις ώρες και το χρόνο της ζωής τους.
Από τότε που ξεκίνησε απ' το σπίτι του μέχρι τώρα πέρασαν δύο ώρες χωρίς να το καταλάβει. Μ' άλλα λόγια, ι Νταής ι Παναϊώτ'ς ζούσε ένα κομμάτι απ' την ευτυχισμένη του ζωή. Μα ό,τι ξεκινάει όμορφα στη ζωή, δεν τελειώνει και πάντα τέτοιο. Έτσι και στην περίπτωση αυτή, σε λίγο τα πράγματα θ' αντιστραφούνε και θα χάσει ι Νταής ι Παναϊώτ'ς την πληθωρική του ευδιαθεσία.
Η ώρα είναι 7.00 κι ο Σταθμάρχης ακόμα κοιμάται. Στις 8.00 θα περάσει το τρένο κι αυτός δεν έχει το εισιτήριο στην τσέπη του. Όταν θα 'ρθει η ώρα, είπε το γυναικείο κεφάλι, ο Σταθμάρχης θα κατεβεί ν' ανοίξει το Σταθμό. Και καλά να τον ανοίξει στην ώρα του και να του δώσει και το εισιτήριο! Μα το ανησυχητικό του τού ερέθιζε τη φαντασία του και τον έκανε να βλέπει τα πράγματα με την ασχημότερη μορφή.
Έβλεπε το Σταθμάρχη να γυρίζει στο δεξί του πλευρό, να ξεπιαστεί το αριστερό του. Τον άκουγε να ροχαλίζει σαν αγκουσεμένη στην ανηφόρα ατμομηχανή -το ροχαλητό είναι δείγμα ότι ο άνθρωπος δεν ελέγχει τον ύπνο του- και να βυθίζεται, ύστερα, σ' ένα βαθύ, πηχτό και καταλυτικό ύπνο. 7.15, το θερμόμετρο του ανησυχητικού του ανεβαίνει. 7.20, γίνεται άγχος. 7.25, γίνεται βρόγχος και του πνίγει το λαιμό, δεν αντέχει περισσότερο. Τρέχει και ξαναχτυπά την πόρτα. Βγαίνει θυμωμένο το γυναικείο κεφάλι:
«Τι είναι, πάλι, Χριστιανέ μου;»
«Πε τουν άνδρα σ' να κατέβ' να μι δώσ' του εισιτήριου».
«Μα σου 'πα, Χριστιανέ μου, όταν θα 'ρθει η ώρα, θ' ανοίξει το Σταθμό. Τώρα κοιμάται».
«Σάνι κατέβα να μι του δώ'εις ισύ, κι ας πάει να κοιμάται όσου θέλ', δε στεναχουριούμι».
«Χριστιανέ μου, άμα τρελάθηκες, πήγαινε σε κανέναν παπά να σε διαβάσει».
Κι έκλεισε βροντώντας το παντζούρι, πράγμα όμως που ποσώς τάραξε το μακάριο ύπνο του Σταθμάρχη.
Ο λεπτοδείκτης πέρασε την περιοχή του 7.25 και μπήκε στην περιοχή του 7.30. Δεν τον χωρούσε ο τόπος, περπατούσε νευρικά πάνω-κάτω. Το τρένο θα περνούσε στις 8.00 «κι αυτός ι καλπουζάντ'ς 'κόμα κοιμάτι!».
Στις 7.30 έφεξε το δωμάτιο του πάνω πατώματος. «Δόξα τω Θεώ", είπε κι έκανε το σταυρό του. Θα προλάβει να βγάλει το εισιτήριο και να περιμένει το τρένο. Κάρφωσε το βλέμμα του στο φωτισμένο παντζούρι και περίμενε. Δέκα λεπτά πέρασαν ώσπου να ετοιμαστεί -ι βαριουμέιζ'-, να κατέβει ύστερα απ' την εσωτερική σκάλα του δεύτερου πατώματος και να μπει απ' την εσωτερική πόρτα στο γραφείο.
7.40 άναψε τη γκαζόλαμπα και πέταξε το σβησμένο σπίρτο στο πάτωμα. Φωτίστηκε το εσωτερικό του γραφείου και, μαζί μ' αυτό, και η αφεντιά του ο Σταθμάρχης, που δεν τον είδε τόσο συμπαθητικό όσο τον φανταζόταν όση ώρα τον περίμενε να κατεβεί. Ήταν ένας κοντόχοντρος, πλαδαρός, ασχημοπρόσωπος, ένα κακοφτιαγμένο ανθρώπινο κατασκεύασμα. Μ' αντί να του ανοίξει την πόρτα να μπει και να του δώσει το εισιτήριο, κάθισε στην καρέκλα του γραφείου του, χασμουρήθηκε μια-δυο φορές, ξεροτανίστηκε κι άρχισε να χτυπά με το δείχτη του χεριού του ένα κουμπί και να παίζει,τακτακ, ένα παράξενο παιχνίδι.
«Ε, τον κερατά», είπε, «χόρτασε τον ύπνο του και τώρα έχει όρεξη για παιχνίδια».
Χτύπησε την τζαμόπορτα φωνάζοντας: «Του εισιτήριου δώσι μι».
Μ' αυτός ούτε που σήκωσε το κεφάλι του καθόλου. Έμοιαζε με ρομπότ που δεν έβλεπε, ούτε άκουγε και το μόνο που 'κανε ήταν να χτυπά το κουμπί και να βγάζει εκείνο το μονότονο και εκνευριστικό τακ-τακ.
7.45, έβλεπε το τρένο να τρέχει ολοταχώς σφυρίζοντας και να καταβροχθίζει λαίμαργα τις σιδηροτροχιές του. Σε λίγο θα κατέφθανε, θα σταματούσε μια ανάσα και θα συνέχιζε το ταξίδι του κι αυτός δεν είχε το εισιτήριο στη τσέπη του.
7.50, χτύπησε την τζαμόπορτα δυνατά κοντεύοντας να τη σπάσει φωνάζοντας δυνατά: «Του εισιτήριο! Γλήουρα δώσι μι του εισιτήριου. Του τρένου έριτι, να προυφτάσου ν' ανέβου να πάου 'στα Βέροια'».
Μα και τη φορά αυτή το ρομπότ δεν αντέδρασε καθόλου, το 'βλεπε να χτυπά με το δείκτη του χεριού του το κουμπί, χωρίς όμως ν' ακούει το τακ-τακ, γιατί τη φορά αυτή καλυπτόταν απ' το ακόμα πιο δυνατό τακ-τακ που 'κανε η καρδιά του.
Την ώρα που ετοιμαζόταν να πέσει επάνω στην τζαμόπορτα να τη σπάσει για να μπει μέσα κι, εν ανάγκη, να τον καρυδώσει, ο Σταθμάρχης σηκώθηκε απ' την καρέκλα του, κατευθύνθηκε ράθυμα στην πόρτα και την ξεκλείδωσε. Όρμησε μέσα στο γραφείο του φωνάζοντας:
«Του εισιτήριου, γλήουρα, του τρένου έριτι, να προυφτάσου ν' ανέβου να πάου 'στα Βέροια'».
Έπιασε ένα εισιτήριο, μα πριν το τρυπήσει, χτύπησε το τηλέφωνο κι ο Σταθμάρχης ξαναγύρισε στο τραπέζι.
«Τρύπ'σι του του κερατένιου κι ύστ'ρα πιάλια στου τηλέφουνου!» , μούγκρισε ι Παναϊώτ'ς.
Ο άλλος κρατούσε με το ένα χέρι το εισιτήριο και με το άλλο το ακουστικό, που έβγαζε μια στριγκιά φωνή κι ακατανόητη.
7.56, η φωνή εξακολουθούσε να βγαίνει απ' το ακουστικό. Έβλεπε το λεπτοδείκτη να τρέχει γρηγορότερα απ' τις άλλες φορές.
7.57, ζούσε την ψυχολογία του ανθρώπου που ήταν έτοιμος να κάνει ένα έγκλημα, ένα οποιοδήποτε έγκλημα, αδιαφορώντας για τις συνέπειες του. Γύριζε το κεφάλι του δεξιά κι αριστερά, ψάχνοντας να βρει κάνα στειλιάρι να τα σπάσει όλα εκεί μέσα, γραφεία, καρέκλες, γκισέδες και το κεφάλι του ίδιου του Σταθμάρχη.
Σκέφθηκε, την ώρα εκείνη, ν' αρπάξει το εισιτήριο απ' το χέρι του Σταθμάρχη - αυτό, βέβαια, δεν θα ωφελούσε σε τίποτα, γιατί το εισιτήριο ήταν ατρύπητο και, χωρίς τρύπα, θα τον κατέβαζαν στην πρώτη στάση στο Μυλοβό και με τα παπούτσια που θα του 'διναν στο χέρι και με το χιμπέ στον ώμο, θα ξαναγύριζε άναυλος στο χωριό.
7.58, ο Σταθμάρχης γύρισε στο γκισέ, τρύπησε το εισιτήριο. Ο Παναϊώτ'ς τ' άρπαξε απ' τα χέρια του και του πέταξε ένα πενηντάρι. Μα τα κέρματα που ο Σταθμάρχης είχε στο συρτάρι δεν έφταναν να του δώσει ρέστα κι άρχισε να ψάχνει τις τσέπες του να τα συμπληρώσει. Ο Παναϊώτ'ς τ' άρπαξε απ' το χέρι του και πετάχτηκε έξω. Την ώρα εκείνη έμπαινε το τρένο στο σταθμό και ήταν η πρώτη φορά στη ζωή του που δεν μπόρεσε να περιμένει κάτι που το ετοίμασε έγκαιρα.
Σκαρφάλωσε βιαστικά τα σκαλοπάτια του τρένου κι ανέβηκε στο βαγόνι που βρέθηκε μπροστά του. Μα μπροστά του βρέθηκε κι ο ελεγκτής, που όταν τον είδε με το χιμπέ, του ζήτησε το εισιτήριο.
«Κατέβα κάτω».
«Τι είπις, να κατέβου κάτ'; Ιού, να μη τριουάθ'κις; Ιγώ δεν ήρθα να κατέβου, ήρθα ν' ανέβου. Έχου εισιτήριου και είνι κι τρυπ'μένου».
«Κατέβα κάτω, γιατί το εισιτήριο είναι Τρίτης Θέσεως κι συ ανέβηκες σε βαγόνι Δευτέρας Θέσεως».
«Μπρε, μπρε κι τι ίγκιν; Νε ψείρις έχου, νε ψώρα!»
«Κατέβα κάτω, κουβέντα δεν θα κάνουμε, το τρένο βιάζεται, δεν μπορεί να περιμένει, πρέπει να φύγει».
«Κι άμα κατέβου κι φύβγ' του τραίνου κι απουμίκου στου Σταθμό;»
«Μη στεναχωριέσαι, εγώ θα το κάνω να περιμένει».
«Κι πού ξέρω ιγώ πού ν' ανέβω;»
«Ανέβα σ' αυτό το διπλανό».
Κατέβηκε απ' το βαγόνι της Δευτέρας Θέσεως κι ανέβηκε στο βαγόνι της Τρίτης Θέσεως. Μ' όλο που το πρωινό ήταν δροσερό, ήταν μουσκεμένος στον ιδρώτα. Στάθηκε στο μισανοιγμένο παράθυρο να του χτυπήσει ο αέρας το πρόσωπο. Λίγα μέτρα πιο κάτω στεκόταν το κακοφτιαγμένο ανθρώπινο κατασκεύασμα που κρατούσε ένα σηματοδότη στο χέρι του. Την ώρα που αυτός τον σήκωσε να δώσει σήμα της εκκίνησης στο μηχανοδηγό, ι Παναϊώτ'ς έβγαλε το κεφάλι απ' το μισανοιγμένο παράθυρο και του φώναξε: «Καλπουζάν', υπνοφάη, ανιπρόκοπι. Γαμώ τουν καλπουζάν' τ' μπουμπά σ'!»
Το τρένο ξεκίνησε με αργές, στην αρχή, ρυθμικές κινήσεις αλλά και μ' έναν τρόπο που έκφραζε και τα αισθήματα του Νταή του Παναϊώτ' απέναντι στην υπηρεσία του Σιδηροδρόμου του Ελληνικού Κράτους: Τσαφ, τσαφ, παφ, θα με σκάσεις! Τσαφ, τσαφ, παφ θα με σκάσεις! Που γίνονται όλο και πιο γρήγορα.
Κάθισε στην άκρη του κουπέ του βαγονιού κι ακούμπησε τη ράχη του στη γωνία. Ένιωθε κουρασμένος αλλά και την ανάγκη να εκτονωθεί απ' το άγχος που του προκάλεσαν οι υπάλληλοι του Ο.Σ.Ε. με τον «ευσυνείδητο» τρόπο που ασκούσαν τα υπηρεσιακά τους καθήκοντα.
«Καλπουζαναίοι, μεντιαμπούρντις, ανιπρόκουπ'! Πλιαρώνιστι να κοιμάστι κι όχ' να δ'λιεύτι! Σήκουτι, αυλουημένοι, μ' απού νουρίς, φκιάστι τα χουσμέτια σας όμουρφα κι μι τ'ν αράδα τ'ς, κι μι τ'ν ησυχία σας κάτσιτι, ύστ'ρα, να καϊτιρίτι».
Ένας γέροντας φτωχοπαπάς, μοναδικός συνεπιβάτης του κουπέ, που τον άκουσε, τον λοξοκοίταξε κάτω απ' τα δεμένα με σύρμα γυαλιά του, τυλίχθηκε στο λιγδιασμένο ράσο του, έκανε συμβολικά το σημείο του σταυρού και μουρμούρισε: «Σώσον Κύριε, τον λαόν σου και ευλόγησον την κληρονομίαν σου». Το τρένο έπιασε την κανονική του ταχύτητα «Μ' έσκασες, μ' έσκασες, μ' έσκασες!» και διασχίζοντας, πρώτα, τον κάμπο της Πιερίας και, ύστερα, τον κάμπο της Ημαθίας, μετέφερε «στα Βέροια» το Νταή τον Παναϊώτ'.

Τι σου είναι τέλος πάντων η ζωή! Με τα εμπόδια και τις τρικλοποδιές που μας βάζει, αλλά και με το να φέρνει τα πάνω κάτω μερικές φορές σ' αυτήν! Σ' όλη του τη ζωή, ι Νταής ι Παναϊώτ'ς περίμενε πάντα αυτός πρώτος το τρένο και να που, τη φορά αυτή, κατάφερε η μαριόλα να κάνει το τρένο να περιμένει το Νταή τον Παναϊώτ'!