Καμιά φορά νομίζεις ότι γύρω σου εξελίσσεται μια φάρσα.
Μια φάρσα θα μπορούσε να είναι και όλο αυτό το σκηνικό το οποίο στήνεται με τη συζήτηση που άνοιξε σχετικά με την Παιδεία στην Ελλάδα.
Την ώρα που τίποτε δεν προχωρά σωστά στην έρμη τούτη χώρα, την ώρα που είναι προφανές ότι η παιδεία δεν πάσχει μόνο στην υψηλότερη βαθμίδα της, αλλά από τα θεμέλιά της, την χαμηλότερη βαθμίδα (και πώς θα μπορούσε να είναι αλλιώς;), οι πολιτικοί μας έβγαλαν το συμπέρασμα ότι εκείνο που πρέπει να διορθώσουμε, κατά προτεραιότητα, είναι ο τρόπος με τον οποίο θα εισάγονται οι υποψήφιοι στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Ένα ζήτημα, δηλαδή, που δεν θα υπήρχε, αν η παιδεία λειτουργούσε υγιώς στις υπόλοιπες βαθμίδες της, όπως βεβαίως δεν θα υπήρχαν και άλλα, πολύ σημαντικότερα, ζητήματα στη σύγχρονη ελληνική κοινωνία και οικονομία.
Κατ’ αρχάς, θα πρέπει να επισημανθεί το αυτονόητο: Η κακοδαιμονία την οποία βιώνουμε ως χώρα, σήμερα, οφείλεται σε σημαντικό βαθμό στον κάκιστο τρόπο με τον οποίο παρέχεται η παιδεία στους πολίτες από συστάσεως του νεοελληνικού κράτους, τουλάχιστον. Οφείλεται στις συνέπειες της έλλειψης αξιόπιστης, σύγχρονης και σταθερής πολιτικής για την παιδεία. Την παιδεία όχι μόνον σαν διαδικασία μεταφοράς γνώσεων, αλλά την παιδεία σαν ένα σύνολο διαδικασιών, που συμβάλουν στην αγωγή και τη μόρφωση των ανθρώπων.
Πού, όμως, επηρεάζει η έλλειψη παιδείας τη λειτουργία της κοινωνίας μας; Παντού.
Η έλλειψη σεβασμού προς τους άλλους, προς τα κοινά αγαθά, προς τους θεσμούς και τους νόμους, είναι έλλειψη παιδείας.
Η έλλειψη ανθρωπισμού και αλληλεγγύης, είναι έλλειψη παιδείας.
Η έλλειψη κατανόησης για τους πλησίον μας, είναι έλλειψη παιδείας.
Η ανάπτυξη «ιδανικών» όπως ο εύκολος πλουτισμός, ο καταναλωτισμός, η, χωρίς ηθική, προσπάθεια ανέλιξης με στόχο το χρήμα και τη δόξα, είναι έλλειψη παιδείας.
Η αποφυγή της εργασίας, η χαμηλή παραγωγικότητα, η μη οργανωτικότητα, είναι έλλειψη παιδείας.
Η έλλειψη ηθικών εφοδίων, η έλλειψη στόχων, η χαμηλή αυτοπεποίθηση και αυτοεκτίμηση, είναι έλλειψη παιδείας.
Αυτά και άλλα πολλά είναι τα αποτελέσματα, κατά κύριο λόγο, ενός απόλυτα αναχρονιστικού, αντιπαραγωγικού και αναποτελεσματικού παιδαγωγικού συστήματος, που επί πολλές δεκαετίες δεν ακολουθεί τις σύγχρονές του ανάγκες, αγνοεί τις εξελίξεις και τις νέες τάσεις στον τομέα της παιδείας και τελικά καταστρέφει τη χώρα μας. Ενός συστήματος που ενδιαφέρεται μόνο για την παροχή στείρων γνώσεων, χωρίς όμως, έστω και σ’ αυτό, να τα καταφέρνει καλά.
Και ενώ όλα αυτά, τα απολύτως κατανοητά και αυτονόητα και στον τελευταίο πολίτη αυτής της χώρας, συμβαίνουν, οι εκάστοτε ηγεσίες των υπουργείων παιδείας, «σφυρίζουν αμέριμνες» και με τη συμβουλή των ειδικών(;) συμβούλων τους αλλάζουν κάθε τόσο το σύστημα εισαγωγής στα πανεπιστήμια, λες και εκεί βρίσκεται το πρόβλημα.
Το πρόβλημα όμως δε βρίσκεται εκεί. Βρίσκεται πολύ – πολύ πριν.
-Βρίσκεται στο παιδαγωγικό σύστημα που ακολουθείται από το νηπιαγωγείο, από την πρώτη τάξη του δημοτικού, όπου τα παιδιά βρίσκονται αντιμέτωπα με προγράμματα και δασκάλους ακατάλληλους, προϊόντα και αυτοί αυτού του άθλιου συστήματος, που αρνείται να σεβαστεί και στραγγαλίζει τις ιδιαιτερότητες, που αγνοεί τις επιθυμίες, τις φυσικές κλίσεις και δεξιότητες του κάθε παιδιού, που οδηγεί τα παιδιά στο να αντιπαθήσουν το σχολείο και τελικά να αισθανθούν ανεπαρκείς και ανεπίδεκτοι μαθήσεως, που απαιτεί από τους γονείς να επωμιστούν ένα μεγάλο μέρος από την δουλειά που έπρεπε να γίνεται στο σχολείο από ειδικούς επιστήμονες. Και όταν αυτοί (οι γονείς) δεν μπορούν να ανταποκριθούν, έστω και λίγο, βλέπουν τα παιδιά τους πολλές φορές ανάμεσα στους παραιτημένους, παρατημένους και απόκληρους του παιδαγωγικού συστήματός μας και ενίοτε της κοινωνίας.
-Βρίσκεται στους γονείς και δασκάλους που δεν μπορούμε να διδάξουμε στα παιδιά την οργάνωση της δουλειάς, τη μεθοδικότητα, την ελεύθερη σκέψη, τη δημιουργικότητα, γιατί και οι ίδιοι δεν τη διδάχτηκαμε ποτέ.
-Βρίσκεται στους γονείς, στους δασκάλους και σε ολόκληρη την κοινωνία μας, που διδάσκουμε, είτε αθέλητα με την προσωπική στάση ζωής και εργασίας μας, είτε συνειδητά, στα παιδιά την «ελαστική συνείδηση» της σύγχρονης ελληνικής κοινωνίας, αλλά και συμπεριφορές και συνήθειες οι οποίες προέρχονται από τη λογική του προσωπικού βολέματος, του ωχαδερφισμού, της αδιαφορίας και όχι τη δημιουργική κριτική σκέψη, τη λογική του κοινού καλού και την ηθική της κοινωνικής δικαιοσύνης, ισότητας και αλληλεγγύης, όπως θα έπρεπε.
Μια τέτοια κατάσταση, όπως είναι εύκολα αντιληπτό, δε μπορεί να αλλάξει ούτε εύκολα ούτε γρήγορα. Δε μπορεί να αλλάξει με «αυτόματες» διαδικασίες που θα ξεκινήσουν μέσα από την ελληνική κοινωνία, παρά μόνο μέσα από διαδικασίες που θα δρομολογηθούν προσεκτικά και με σταθερή προσήλωση στον σταθερό αυτό στόχο. Και πρέπει, αναντίρρητα, οι διαδικασίες αυτές να ξεκινήσουν το δυνατόν συντομότερα.
Χρονικά περιθώρια δεν υπάρχουν και, ίσως, έχουμε ξεπεράσει εκείνο το κρίσιμο σημείο, που, μετά από αυτό, η κατάσταση ξεφεύγει από κάθε έλεγχο και γίνεται πρακτικά μη αναστρέψιμη.
Σήμερα, λοιπόν, (όχι αύριο!), απαιτείται ριζική αναδιάρθρωση της παιδείας εκ βάθρων. Ξεκινώντας από τη χαμηλότερη βαθμίδα, που παρέχεται στα παιδιά.
Με σύγχρονη επιμόρφωση εκπαιδευτικών και γονέων, υποχρεωτική, αν θέλετε.
Με στόχο το συντονισμό και την ανακατεύθυνση της παιδείας μας, ώστε να συμβάλει στη δημιουργία αυριανών ώριμων, συγκροτημένων, ελεύθερων πολιτών σε αντίθεση με ό,τι συμβαίνει σήμερα. Με συνεχή αξιολόγηση των εκπαιδευτικών μονάδων, δημόσιων και ιδιωτικών, αλλά και όσων συμμετέχουν στην εκπαιδευτική διαδικασία (εκτός φυσικά των μαθητών, που ούτως ή άλλως, θα αξιολογούνται κατά τα προβλεπόμενα)
Τα αποτελέσματα μιας συντονισμένης τέτοιας προσπάθειας, που θα ξεκινούσε σήμερα, δυστυχώς δεν θα ήταν δυνατόν να αποδώσουν καρπούς πριν περάσουν αρκετές δεκαετίες.
Γι’ αυτό αγαπητοί φίλοι, αγαπητοί συμπολίτες και αξιότιμοι πολιτικοί, πρέπει να δράσουμε γρήγορα.
Δεν υπάρχουν περιθώρια για άλλες «βεντέτες» μπροστά στο πτώμα της παιδείας μας. Ας βρούμε τον τρόπο όλοι μαζί να εργαστούμε, έξω από σκοπιμότητες και μικροψυχίες, για να την «αναστήσουμε», ή ίσως, σωστότερα, να την ξαναστήσουμε από την αρχή.
Αν δεν υπάρξει η απαιτούμενη «γενναιότητα», ώστε να συμφωνηθεί μια εθνική στρατηγική που θα χτίσει, χωρίς παλινωδίες, ένα νέο σύστημα παροχής παιδείας στην Ελλάδα, με χρονικό ορίζοντα δεκαετιών, ο εθνικός μας κατήφορος θα είναι αναπόφευκτος και ασταμάτητος.